1 οὐλή
τὰς οὐ. τῶν τραυμάτων X.Mem.3.4.1
ἴχνη τῶν πληγῶν οὐλὰς ἐν τῷ σώματι Pl.Grg. 524c
ἕλκη.., ὧν ἔτι τὰς οὐ. ἔχει D.53.8
ἐκ τοῦ μὴ ἐν ταῖς οὐ. φύεσθαι τρίχας Arist.Pr. 877a2
ἡ οὐ. τῆς διαβολῆς Plu.2.65d
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐλή